- χρυσοκέντημα
- το, Ν [χρυσοκεντώ]κέντημα με χρυσή κλωστή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοκέντημα — το, ατος το κέντημα με χρυσά νήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
χρυσοκέντηση — η, Ν το χρυσοκέντημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κέντηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Χρηστ. Τσούντα] … Dictionary of Greek
χρυσοκεντητής — ο, θηλ. χρυσοκεντήτρια και χρυσοκεντήτρα, Ν [χρυσοκεντώ] κεντητής που ασχολείται με το χρυσοκέντημα … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek